φραγγέλωμα

φραγγέλωμα
το, -ατος
μαστίγωση, μαστίγωμα, χτύπημα με φραγγέλιο, καμτσικιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φραγγέλωμα — το, Ν [φραγγελώνω] δαρμός με φραγγέλιο, μαστίγωμα …   Dictionary of Greek

  • φραγέλλωσις — ώσεως, ἡ, Μ [φραγελλῶ] φραγγέλωμα, μαστίγωση …   Dictionary of Greek

  • φραγγέλωση — η το φραγγέλωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”